δανειζομένων

δανειζομένων
δανείζω
put out money at usury
pres part mp fem gen pl
δανείζω
put out money at usury
pres part mp masc/neut gen pl
δανεϊζομένων , δανείζω
put out money at usury
pres part mp fem gen pl
δανεϊζομένων , δανείζω
put out money at usury
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”